- μυλαλγία
- μυλαλγία, ἡ (Α)πονόδοντος, πόνος τών γομφίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος «γομφίος» + -αλγία (< ἀλγῶ «πονώ»), πρβλ. νευρ-αλγία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυλαλγίας — μυλαλγίᾱς , μυλαλγία toothache fem acc pl μυλαλγίᾱς , μυλαλγία toothache fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)